- ἄναλκις
- ἄν-αλκις, ιδος, acc. -ιδα (-ιν, Od. 3.375): invalorous, cowardly.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
άναλκις — ἄναλκις ( ιδος), ο, η (Α) 1. ασθενής, αδύναμος, ανίσχυρος 2. άνανδρος, δειλός, απειροπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκή «δύναμη». Τό ι τού τ. είναι σπάνιο και πολύ παλαιό. Η λ. στην αιτιατ. απαντά και ως ἀνάλκιδα (Ιλ. Θ 153 κ.α.) και ως ἄναλκιν (Οδ. γ… … Dictionary of Greek
ἄναλκις — without strength fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλκίδων — ἄναλκις without strength fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάλκιδα — ἄναλκις without strength fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάλκιδας — ἄναλκις without strength fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάλκιδες — ἄναλκις without strength fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάλκιδι — ἄναλκις without strength fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνάλκιδος — ἄναλκις without strength fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄναλκι — ἄναλκις without strength fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄναλκιν — ἄναλκις without strength fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АНАЛЬБИТ КАЛИЕВЫЙ — мл, изл. син. анортоклаза. АНАЛЬЦИМ [άνάλκις (аналькис) слабый; по слабой электризации при трении] м л, Na[AlSi2O6]·H2O·Na замещается в малых количествах K и Ca, a Si Аl. А. и поллуцит конечные члены изоморфного … Геологическая энциклопедия